"Πεινάω σαν πούστης!"

Ένα βράδυ που ταξίδευα στην εθνική οδό, σταμάτησα σε μια καντίνα να πάρω ένα τσαγάκι.
Καθώς περίμενα, σταματάει ένας φορτηγατζής και λέει στο καντινιέρη "ρε μάστορα πιάσε μια μπύρα, και φτιάξε μου και ένα σάντουιτς, γιατί πεινάω σαν μπούστης!"
Γυρνάω κι εγώ χαριτωμένα και του λέω "καλέ γιατί δηλαδή πως πεινάνε οι πούστηδες;" , γυρνάει κι αυτός και με κοιτάζει καλά καλά και μου λέει "...με Πάθος!"

Συναντήσεις με τη Σαπφώ Νοταρά

Ήμουνα γύρω στα 17 και μόλις είχα πρωτοξεκινήσει στη Συγγρού. Τρελοτραβεστούλα με όλο το θράσος της ηλικίας μου,  όλα τα προβλήματα μου φαίνονταν ασήμαντα. Ο κόσμος των τρανς ήτανε πολύ μικρός τότε, πιάτσα, αστυνομία και τσόλια, ούτε η λέξη τραβεστί δεν ήτανε γνωστή, "φούστα-μπλούζα" λέγαμε ή "ντύθηκε".
Έμενα σε ένα στενάκι κοντά στο Φιξ, πω πω αγόρια που πέρασαν από το σπίτι!

Εκεί κοντά λοιπόν σε μια γραφική ταβέρνα "ο Γέρος του Μοριά", έβλεπα την Σαπφώ, έτρωγε συνήθως μόνη της, καθότανε λίγο και μετά έφευγε. Οι τρανς περνούσαμε και την χαιρετούσαμε "τι κάνετε κυρία Νοταρά μας, πως είσαστε;" κι εκείνη πάντα χαμογελούσε.
Μια φορά στεκόμουν στην ουρά σε μια τράπεζα, μπροστά μου βρισκόταν εκείνη, μου έκανε εντύπωση που κανείς δεν της είπε να περάσει μπροστά για να μην περιμένει όρθια, μεγάλη γυναίκα ήτανε, περιπαιχτικά της λέω "μα που σας ξέρω, που σας ξέρω;" και γυρνάει και μου κάνει με τον πιο φυσικό τρόπο "είμαι ηθοποιός", σαν να μην ήξερε ούτε η ίδια πως ήτανε διάσημη, "άαα η γουρλού" της λέω κι εγώ "μμμ όλα τα ξέρεις πονηρό μου" αποκρίθηκε κι εκείνη.

Μετά από χρόνια είχα ένα φίλο τον Αντωνάκη, χαριτωμένο κουλτουριάρικο πουστράκι, είχαμε γνωριστεί στο ΑΚΟΕ, εκεί στην οδό Ζαλόγγου στα Εξάρχεια. Δίπλα από το ΑΚΟΕ ήταν ένα καφενεδάκι, εκεί μια μέρα τον συνάντησα μαζί με την Σαπφώ, που ήτανε φίλοι και με προσκάλεσαν να καθίσω μαζί τους "έλα να πιούμε ένα τσαγάκι". Ο Αντωνάκης έφυγε ξαφνικά, πολύ μικρός, απ΄τη ζωή.
Αργότερα την πετύχαινα τα πρωινά, κατά τις 4 εκεί στο γαλατάδικο στην Ομόνοια και Αθηνάς γωνία, να τρώει μέλι με γιαούρτι. "Πήγαινε με μέχρι σπίτι μου" μου έλεγε και την συνόδευα μέχρι την πλατεία Κουμουνδούρου γιατί φοβόταν μόνη της. Με καληνυχτούσε πάντα με συμπάθεια "να προσέχεις" μου'λεγε "εσείς η ανωμαλία έχετε εχθρούς".
Μια φορά, μαζί με τον φίλο μου τον Αλέξη Μπίστικα και τον Ανδρέα Βελισσαρόπουλο, είχαμε πάει τον Τσαρούχη για φαγητό, κάπου στα Εξάρχεια,, εκεί τον ρώτησα για την Νοταρά που δεν τον χώνευε "της είχα τάξει γάμο" μου είπε "γιαυτό!"

Η ΜΠΑΜΠETA ΕΙΣ ΤΟ ΖΆΠΠΕΙΟΝ

Θα σας πω μια ιστορία για την Μπαμπέτα του Ζαππείου.

Από τα 16 μου πήγαινα στο Ζάππειο, πάντα κατά τις 9 το βράδυ, τότε δεν είχα κατέβει ακόμα Συγγρού, από εκεί όμως ξεκίνησαν όλα. Το Ζάππειο κυρίως το καλοκαιράκι ήτανε απόλαυση, έπαιζε η ορχήστρα τις Αίγλης, εμφανιζόντουσαν ηθοποιοί, τραγουδιστές, ταχτικά και η Ζωζώ Σαπουντζάκη, γινόταν τζερτζελές από τον κόσμο, όλο το πουστομάζομα της Αθήνας εκεί, αδελφές κουνιστές κι ακούνιστες και τεκνά όλων τον ειδών. Τα παγκάκια στο Ζάππειο φίσκα από αδελφές και τσόλια που κατέβαιναν από όλες τις συνοικίες της Αθήνας, χώρια οι αθλητές από τον πανελλήνιο και οι φαντάροι της προεδρικής φρουράς.

Εγώ είχα νοικιάσει μια υπόγεια γκαρσονιέρα εκεί στην οδό Θαλού απέναντι από τις στήλες Ολυμπίου Διός στην Πλάκα, άλλη ιστορία όμως αυτή, λοιπόν η Μπαμπέτα ήτανε μια 60άρα Εβραία αδελφή, που ήτανε θυρωρός κάπου σε μια πολυκατοικία στο Παγκράτι, φτωχούλα παρόλο που μεγάλωσε σε καλή οικογένεια, με τα γαλλικά της, ήταν ο μοναδικός άνθρωπος από την οικογένειά της που τη γλίτωσε απ'τα στρατόπεδα του Άουσβιτς. Λοιπόν στην Μπαμπέτα αρέσανε τα τεκνάκια, αλλά που λεφτά; "Πόσα δίνεις;" της έλεγαν τα τσόλια που σύχναζαν στην κάτω μεριά, την σκοτεινή του Ζαππείου. Η Μπαμπέτα τι έκανε; Πήγαινε στην Ερμού την μέρα και μάζευε ό,τι ακριβά κουτιά έβρισκε ρούχων και παπουτσιών, από διάφορα καλά καταστήματα, έβαζε μέσα κάτι παλιοπαντέλονα και άχρηστα παπούτσια και τα βράδια που ήθελε τεκνάκι πήγαινε σαν κυρία που μόλις είχε ψωνίσει και κόλλαγε στα τσολιά που της ζήταγαν λεφτά. Του έλεγε του τσολιού πως θα του δόσει ό,τι ήθελε και πηγαίνανε...
Πάντα κρατούσε εκείνες τις ωραίες τις τσάντες με αυτά που τάχα είχε ψωνίσει, "τα πήρα δώρα για τα ανίψια μου" έλεγε στα τσολάκια. Ύστερα κανόνιζε να πηγαίνει κάπου στο πάρκο που είχε μια βρύση, αφού έκανε ό,τι έκανε με το τσόλι, του έλεγε μετά "για φύλαξε μου λίγο τα ψώνια να πάω να πληθώ" και φυσικά το τσόλι μόλις τάχα πήγαινε να πληθεί η Μπαμπέτα βούταγε τις τσάντες και δρόμο. Έτσι λοιπόν η Μπαμπέτα γλίτωνε τα λεφτά, αλλά και το τσόλι δε μπορούσε μετά να πει τίποτα αφού τάχα την είχε κλέψει!

Η νύχτα μερικές φορές ενώνει τους ανθρώπους

Μια φωτογραφία που έβγαλα βράδυ μετά τις 2, στο μπαρ του βενζινάδικου, ανάμεσα σε λεωφόρο Καβάλας και Ιερά Οδό.
Τα νυχτοκάματα δύσκολα πια.
Έξω βρέχει, 
άνθρωποι που δουλεύουν τη νύχτα κάνουν μια στάση για ένα ποτό, κάτι να φάνε, κάνα ζεστό τσάι.

Trans, ταξιτζήδες, σκουπιδιάρηδες και άνθρωποι που ξενυχτάνε για την επιβίωση.
Η νύχτα μερικές φορές ενώνει τους ανθρώπους

Tο "βυθισμένο" άγνωστο εκκλησάκι


Δίπλα σε αυτό το ξεχασμένο και χορταριασμένο, παλιό εκκλησάκι, πηγαίνω καμιά φορά το βράδυ όταν είμαι με κάποιο αγόρι κι έχω έρωτες.
Είναι κρυμμένο σε ένα στενό κοντά στα ΚΤΕΛ, δεν έχει δρόμο να σε βγάλει, μόνο εκείνοι που δουλεύουνε τριγύρω θα το έχουν δει.
Το λυπάμαι έτσι που το 'χουν εγκαταλελειμμένο, είναι πολύ όμορφα χτισμένο.
Το λυπάμαι όχι από θρησκευτική ευλάβεια, αλλά γιατί κάποτε αυτό το όμορφο εκκλησάκι, ήτανε αποκούμπι για κάποιους ανθρώπους, εδώ συλλογιστήκανε, εδώ παρακαλέσανε για κάποιον δικό τους, εδώ κλάψανε, εδώ προσπάθησαν να έρθουν σε επαφή με την πίστη τους.
Αν ήταν ένα μεγάλο δεν θα το λυπόμουν, αλλά αυτό το ταπεινό εκκλησάκι που δεν ξέρω σε ποιον Άγιο ή Αγία είναι αφιερωμένο, με στεναχωρεί που το βλέπω έτσι ερηπωμένο.
Αλλά και πάλι έχει μια ζεστασιά, αφού τα αδέσποτα σκυλάκια το χουνε βρεί σαν καταφύγιο.

Ένα απόγευμα με τον Νικόλα Άσιμο

Ένα απόγευμα ακούω φωνές και καυγάδες, έμενα τότε στην οδό Νοταρά 10 στα Εξάρχεια,  ανοίγω το παράθυρο μου (έμενα σε ισόγειο δυάρι τότες) και βλέπω τον Άσιμο να τσακώνεται με ένα περιπολικό, ο αστυνομικός "εμβρόντητος" άκουγε τις φωνές του Νικόλα που μέσα στα άλλα του λεγε κι αυτό: "άκου να σου πω βρε, εσύ φοράς μια γραβάτα και κάνεις τον κύριο, εεε εγώ λοιπόν φοράω δέκα γραβάτες κι είμαι 10 φορές πιο κύριος από σένα!"

Tο αγόρι που πάντα κάτι ξέχναγε


Κοιτώντας τις παλιές φωτογραφίες τον είδα.
Εγώ τότε θα 'μουνα στα 26 κι αυτός στα 22, ο Μάριος από τον Πύργο, αλητάκι, αλλά με την ηθική του! Συχνά πηγαινοερχόταν Αθήνα-Πύργο, για να βλέπει τον πατέρα του που ήτανε στην φυλακή (για καλλιέργεια χασίς).

Μην νομίζετε όμως, ήταν μια πολύ καλή οικογένεια, αλλά στον Πύργο γίνονται αυτά. Ο θείος του είχε ένα κωλόμπαρο με γυναίκες, ο Μάριος λοιπόν ερχότανε και μέσα από τα σχετικά "γραφεία" τις μετέφερε στον Πύργο συνοδεία, έκανε και λίγο νταλαβέρι χασισάκι, έτσι για το χαρτζιλίκι, όχι τίποτα παραπάνω.
Τον είχα γνωρίσει ένα βράδυ στην οδό Αθηνάς, τότε πήγαινα εκεί της νύχτες, σκέτη απόλαυση αυτό τ'αγόρι. Από την πρώτη φορά όμως ξέχασε στο σπίτι μου την άδεια οδήγησης, αν και δεν είχε αυτοκίνητο, το 'κανε για να βρεί την ευκαιρία να ξανάρθει "Πάολα ξέχασα την άδεια μου, να περάσω σε δυό μέρες που θα ανέβω Αθήνα να την πάρω;".
Τον είχα ερωτευτεί λιγάκι, αλλά ποτέ δεν του το 'δειξα, πού καιρό για έρωτες εγώ, με τόσα αγόρια γύρω μου κιόλας.
Συνέχισα να τον βλέπω κάπου δυο χρόνια, όποτε ανέβαινε για το γνωστό δρομολόγιο. Ήταν ερωτικός, τρυφερός κι αρσενικός, όλα τα καλά τα είχε και πάντα κάτι ξέχναγε στο σπίτι μου, για να γυρίσει δήθεν να το πάρει!

Ένα πρωί, που έφευγε για τον Πύργο, με φίλησε στο μάγουλο και μου έπιασε το χέρι, με κοίταξε καλά καλά, μόλις έκλεισε η πόρτα, κοίταξα στο σαλόνι, δεν είχε ξεχάσει τίποτα, στέγνωσε το στόμα μου, κατάλαβα ότι δεν θα τον ξαναδώ και δεν τον ξανάδα ποτέ από τότε.

Καλέ γιατί κλαίς;

Πριν λίγες μέρες βρισκόμουνα κατά τις 2 το βράδυ στην παραλία του Ασπροπύργου, εκεί κοντά είναι το στρατόπεδο αλεξιπτωτιστών (όχι δεν πήγα για φαντάρους) όπως καθόμουν μέσα στο αυτοκίνητο κι έπινα ένα τσιγάρο, μπήκε καπνός στο μάτι μου και με τσουξε με αποτέλεσμα να δακρύσω, ξαφνικά μου χτυπάει το τζάμι ένας φαντάρος, δεν τον είχα προσέξει όπως ερχότανε
"καλέ γιατί κλαίς;" μου λέει (ήτανε και όμορφος)
τότε θυμήθηκα την ατάκα τις Μελίνας στην Στέλλα, που είπε στον Κακαβά όταν την ρώτησε το ίδιο
"κλαίω για όλα τα όμορφα αγόρια σαν και σένα!" του είπα.

Το τηλεφώνημα της Μελίνας


Ήταν ένα πρωινό, γύρω στις 9, βρισκόμουν στο σπίτι με ένα αγόρι. Χτυπάει λοιπόν το τηλέφωνο, τότε δεν υπήρχανε τα κινητά, εγώ έκανα κάτι δουλειές εκείνη την ώρα και λέω στο τεκνό να το σηκώσει, "Πάολα μια κυρία σε θέλει" μου λέει το τεκνάκι "βρε του λέω ποια είνα;" και το τεκνάκι μένει αποσβολωμένο λέγοντας μου "η...η Μελίναα  Μερκούρη", "αχ καλέ..φιλενάδα μου είναι!" του λέω κάνοντας φιγούρα κι εγώ...
που να το διανοηθεί το αγόρι ότι σε μια trans θα της τηλεφωνούσε ποτέ ολόκληρη Mερκούρη!

Μου είχε τηλεφωνήσει, γιατί την προηγούμενη ημέρα την είχαμε επισκεφτεί εγώ κι ο Αλέξης Μπίστικας για την υπόθεση του Χρήστου Ρούσσου και ήθελε να με βεβαιώσει πως θα κάνει ό,τι περνάει απ΄το χέρι της
"παρόλο που με λένε...ελευθεριάζουσα, εγώ θα κάνω ό,τι μπορώ" μου είπε...
 
Αξέχαστη Mελίνα!

Αθανασία


Σκέφτηκα να έρθω να σε πάρω να πάμε στα ύδατα
εκεί που έλουσαν τον Αχιλλέα να είναι αθάνατος
να μας αγκαλιάσουν και μας εκεί στην Στύγα
άλλα μετά συλλογίστηκα
τι να την κάνουμε την αθανασία
μέσα στα χαλάσματα.

Tο προσκυνητάρι


Τα βράδια σε ένα σημείο που κάθομαι στην λεωφόρο Αθηνών (Καβάλας), πριν στρίψουμε για να βγούμε στα ΚΤΕΛ υπάρχει ένα προσκυνητάρι, κάποιες νύχτες γύρω στην 1 το βράδυ, έβλεπα έναν παππού, ερχότανε με ένα ποδήλατο, το έπλενε, το τακτοποιούσε, άναβε το καντηλάκι του και καθόταν μετά για λίγο, αμίλητος, όρθιος και προσευχότανε...

Μου έκανε εντύπωση αυτό, σκεφτόμουνα, πια πρόσωπα σκέφτεται, τι λέει από μέσα του σιωπηλά, σε ποιον δικό του συγγενή είναι αφιερωμένο;
Τον σεβόμουν βλέποντας όλη αυτήν την ιεροτελεστία, μεγάλος ήτανε γύρω στα 70, με δυσκολία οδηγούσε το ποδήλατο να πάει μετά στο σπίτι του.

Εδώ και ένα μήνα, δεν βλέπω τον παππού να κάνει την συνηθισμένη του περιποίηση στο προσκυνητάρι, δεν πιστεύω, αλλά βλέποντας το έτσι σβηστό πλέον εχτές με έπιασε μια στεναχώρια, για τον παππού, και για το προσκυνητάρι που μένει χωρίς φλόγα το καντήλι του.

Η βρύση

Eκεί τα βράδια που πηγαίνω έχει μια βρυσούλα. Έσταζε. Τα γατάκια και τα σκυλάκια την ξέρανε. Και τα έβλεπα που πηγαίνανε τα βράδια και ξεδιψούσανε σε ένα λιμνάκι που μαζευόντουσαν οι σταγόνες. Και μερικοί άνθρωποι την ήξεραν. Όπως και εγώ. Και πηγαίναμε αν θέλαμε νεράκι. Το γλαστράκι από κάτω πάντα είχε κάποιο λουλουδάκι, και κάτι άλλα που υπήρχαν γύρο.
Σήμερα την είδα κλειστή, σφραγισμένη ,και το λουλουδάκι στην γλαστρούλα ξεραμένο
Ένιωσα σαν να ξεράθηκα και εγώ μαζί με το λουλούδι.