Πρώτη του Μάη.

Μια πρωτομαγιά που θυμάμαι με τρυφερότητα. Δεν θυμάμαι πόσα χρόνια είναι ακριβώς, αλλά δεν έχει τόσο σημασία αυτό. Ήμουν στην οδό Αθηνάς τότε, η Αθηνάς δεν ήταν αυτό που βλέπουμε σήμερα, ήταν ένας καυλοτικότατος κεντρικός δρόμος της Αθηνάς, ξενοδοχεία με πουτάνες, μπουρδέλα στα σοκάκια, το διάσημο Βασιλικών πίσω από το δημαρχείο γεμάτο trans και μερικές γυναίκες. Τεκνά με μηχανάκια παρέες ολόκληρες, φαντάροι, περαστικοί. Ένας χαμός μέχρι τα ξημερώματα, και η Ομόνοια το βράδυ που έσφυζε από ζωή, το κέντρο της Ελλάδος ήταν. Μετανάστες έκτος από τους Αλβανούς δεν υπήρχαν πουθενά, δεν το λέω για κακό περιγράφω πως ήταν. Αποφάσισα να φύγω πιο νωρίς σπίτι, περίμενα και 2 τεκνά να έρθουν πιο αργά. Σταματάω το αυτοκίνητο έξω από το Μπάγκειον, εκεί ήταν οι πάγκοι με τις εφημερίδες που μετά τις 4 το πρωί πέρναγε όλη η Αθηνα. Καμιά φορά καθόμουνα με τον Αλέξη Μπιστικά και τον Δημήτρη Παπαϊωάννου εκεί, φοιτητές οι 2 τους στο κολέγιο τότε.Aν καθόσουν μισή ώρα και παρατηρούσες τον κόσμο, έβλεπες εκεί να περνάνε για εφημερίδες τσιγάρα και να τσιμπήσουν κάτι όλους τους διάσημους της Αθήνας, από τον Μάνο Χατζιδάκι, μέχρι τον Λευτέρη Πανταζή, δημοσιογράφοι τραγουδιστές, μουσικούς που σταματούσανε μισή ώρα εκεί να κλείσουνε δουλειές, αδελφές, τσόλια κουνιστές, ακούνιστες όλον τον ειδών. Απέναντι ήταν στην γωνία Αθηνάς και Ομόνοια το περίφημο γαλατάδικο που τρώγαμε, γιαούρτι με μέλι και ανθόγαλο τα πρωινά πριν ξημερώσει, και αυγά τηγανητά σε φρέσκο βούτυρο. Λοιπόν που λέγαμε πηγαίνω στο περίπτερο αγοράζω ένα περιοδικό και τσιγάρα, φορούσα κάτι μαύρες μπότες θυμάμαι μέχρι πάνω από το γόνατο, και ένα ταγέρ κόκκινο, με ανοιχτό το μπούστο. Στο πεζούλι εκεί στα σκαλάκια μέσα στον κόσμο καθότανε ένας κούκλος, πριν μπω στο αυτοκίνητο μου ψιθυρίζει κάτι παιχνιδιάρικα, κάθισα στο τιμόνι, και ανοίγω την πόρτα του συνοδηγού, έλα μέσα του λέω. Απίστευτη ομορφιά αυτό το αγόρι, κάτι περίεργα χρωματιστά μάτια, ψηλός με μια διακριτική αρρενωπότητα καθόλου ψεύτικη. Που πάμε μου λέει, σπίτι μου του λέω. Μόλις είχε απολυθεί από τον στρατό, στην Αυλώνα ήτανε, Θεσσαλονικιός και το πρωί έφευγε με το τρένο κατά τις εννιά.Μου κολλάει τα χείλη του πάνω στο αυτί μου και μου ψιθυρίζει φιλώντας με στο λαιμό, "έχω έναν μπέμπη στο σλιπάκι μέσα που δεν έχεις ξαναδεί, και χόρτο από φιλαράκι φαντάρο καλαματιανό".Δεν το ήξερε πόσο όμορφος ήτανε, όταν του το είπα, που σπάνια κολακεύω τα τεκνά κοκκίνισε. Στα άλλα αγόρια δεν άνοιξα την πόρτα όταν ήρθανε, ούτε σε τηλέφωνο απαντούσα. Κατά τις 8 έφυγε και μου είπε καλή πρωτομαγιά ,τότε θυμήθηκα ότι ήταν 1η του Μάη.