Πρώτη του Μάη.

Μια πρωτομαγιά που θυμάμαι με τρυφερότητα. Δεν θυμάμαι πόσα χρόνια είναι ακριβώς, αλλά δεν έχει τόσο σημασία αυτό. Ήμουν στην οδό Αθηνάς τότε, η Αθηνάς δεν ήταν αυτό που βλέπουμε σήμερα, ήταν ένας καυλοτικότατος κεντρικός δρόμος της Αθηνάς, ξενοδοχεία με πουτάνες, μπουρδέλα στα σοκάκια, το διάσημο Βασιλικών πίσω από το δημαρχείο γεμάτο trans και μερικές γυναίκες. Τεκνά με μηχανάκια παρέες ολόκληρες, φαντάροι, περαστικοί. Ένας χαμός μέχρι τα ξημερώματα, και η Ομόνοια το βράδυ που έσφυζε από ζωή, το κέντρο της Ελλάδος ήταν. Μετανάστες έκτος από τους Αλβανούς δεν υπήρχαν πουθενά, δεν το λέω για κακό περιγράφω πως ήταν. Αποφάσισα να φύγω πιο νωρίς σπίτι, περίμενα και 2 τεκνά να έρθουν πιο αργά. Σταματάω το αυτοκίνητο έξω από το Μπάγκειον, εκεί ήταν οι πάγκοι με τις εφημερίδες που μετά τις 4 το πρωί πέρναγε όλη η Αθηνα. Καμιά φορά καθόμουνα με τον Αλέξη Μπιστικά και τον Δημήτρη Παπαϊωάννου εκεί, φοιτητές οι 2 τους στο κολέγιο τότε.Aν καθόσουν μισή ώρα και παρατηρούσες τον κόσμο, έβλεπες εκεί να περνάνε για εφημερίδες τσιγάρα και να τσιμπήσουν κάτι όλους τους διάσημους της Αθήνας, από τον Μάνο Χατζιδάκι, μέχρι τον Λευτέρη Πανταζή, δημοσιογράφοι τραγουδιστές, μουσικούς που σταματούσανε μισή ώρα εκεί να κλείσουνε δουλειές, αδελφές, τσόλια κουνιστές, ακούνιστες όλον τον ειδών. Απέναντι ήταν στην γωνία Αθηνάς και Ομόνοια το περίφημο γαλατάδικο που τρώγαμε, γιαούρτι με μέλι και ανθόγαλο τα πρωινά πριν ξημερώσει, και αυγά τηγανητά σε φρέσκο βούτυρο. Λοιπόν που λέγαμε πηγαίνω στο περίπτερο αγοράζω ένα περιοδικό και τσιγάρα, φορούσα κάτι μαύρες μπότες θυμάμαι μέχρι πάνω από το γόνατο, και ένα ταγέρ κόκκινο, με ανοιχτό το μπούστο. Στο πεζούλι εκεί στα σκαλάκια μέσα στον κόσμο καθότανε ένας κούκλος, πριν μπω στο αυτοκίνητο μου ψιθυρίζει κάτι παιχνιδιάρικα, κάθισα στο τιμόνι, και ανοίγω την πόρτα του συνοδηγού, έλα μέσα του λέω. Απίστευτη ομορφιά αυτό το αγόρι, κάτι περίεργα χρωματιστά μάτια, ψηλός με μια διακριτική αρρενωπότητα καθόλου ψεύτικη. Που πάμε μου λέει, σπίτι μου του λέω. Μόλις είχε απολυθεί από τον στρατό, στην Αυλώνα ήτανε, Θεσσαλονικιός και το πρωί έφευγε με το τρένο κατά τις εννιά.Μου κολλάει τα χείλη του πάνω στο αυτί μου και μου ψιθυρίζει φιλώντας με στο λαιμό, "έχω έναν μπέμπη στο σλιπάκι μέσα που δεν έχεις ξαναδεί, και χόρτο από φιλαράκι φαντάρο καλαματιανό".Δεν το ήξερε πόσο όμορφος ήτανε, όταν του το είπα, που σπάνια κολακεύω τα τεκνά κοκκίνισε. Στα άλλα αγόρια δεν άνοιξα την πόρτα όταν ήρθανε, ούτε σε τηλέφωνο απαντούσα. Κατά τις 8 έφυγε και μου είπε καλή πρωτομαγιά ,τότε θυμήθηκα ότι ήταν 1η του Μάη.

Η Mana της Αχαρνών

Όποτε περνούσα από την Αχαρνών, ψώνιζα κάτι στο μπακάλικο του Αιγύπτιου, που φέρνει εξωτικούς χυμούς, κόκκινη φάβα και άλλα ανατολίτικα εδέσματα, συναντούσα την "Mana", έτσι τη λέγανε, μια όμορφη κυρία από τη Σομαλία.
Τα ρούχα της ήταν φανταχτερά και τα αρώματά της έντονα. Μερικές φορές μαζί με την μικρή της κόρη, με χαιρετούσαν σε άπταιστα Ελληνικά.
Τον τελευταίο καιρό δεν την έβλεπα. Όταν πέρασα και πάλι από εκεί μου ήρθε και ρώτησα μια κυρία που την ξέρει, η Mana έφυγε πήγε στο Βέλγιο, στην αδερφή της, βρέθηκε ξανά με την οικογένειά της και το κορίτσι της εκεί πάει σχολείο κανονικά.

Χάρηκα που είναι καλά η Μana.

Εσείς οι γυναίκες όταν συναντάτε τέτοιες κυρίες, πάντα να χαμογελάτε φιλικά, να τους πιάνετε συζήτηση. Είναι φοβισμένες με τον δυτικό τρόπο, αλλά ένα χαμόγελο να τους στείλετε, θα δείτε πως λαμποκοπάει ξαφνικά το πρόσωπό τους.

Το τεκνό και ο...Φορτηγατζής!

Ένα βράδυ καθόμουν με μια φίλη τρανς στη λεωφόρο Καβάλας και κουτσομπολεύαμε, ξαφνικά τράκαρε στη λεωφόρο ένα φορτηγάκι με ένα ΙΧ και οι οδηγοί αρχίσαν τον καυγά μέχρι που έφτασε η τροχαία. Βλέποντας αυτό είπαμε να πάμε καμια βόλτα γύρω γύρω μέχρι να ηρεμίσει ξανά ο δρόμος. Καθώς ανεβαίναμε συναντήσαμε ένα τεκνάκι να περπατάει μονάχο του, περνώντας από δίπλα του η φιλενάδα μου του λέει για να το πειράξει "βρε τι ωραίο κωλαράκι που χεις!" εκείνος όμως γύρισε με μίσος και μας φώναξε "ρε δεν πάω με βρομοτραβέλια ρεεεε".
Συνεχίσαμε τη βόλτα χωρίς να αφήσουμε να μας χαλάσει η διάθεση. Παρκάραμε σε μια σκοτεινή αλάνα, στρίψαμε κι ένα μπαφάκι, αλλά δεν περνάνε 10 λεπτά και να σου μια νταλίκα έρχεται και παρκάρει απέναντί μας. Ανοίγει η πόρτα και κατεβαίνει ένας εντελώς απεριποίητος φορτηγατζής και από την άλλη μεριά το ..."τεκνό" που μας έβρισε. Πάει και στέκεται όρθιος ο πρώτος, βγάζει και μια μικρή τσουτσούνα έξω και καμάρωνε, μπροστά ο άλλος πάει και κάθεται στα γόνατα και τον αρχίζει στα...καταλαβαίνετε! Σαν λυσσασμένος έκανε, ο φορτηγατζής από την άλλη απαθής, κάπνιζε κιόλας. Ε λοιπόν βάζουμε κι εμείς μπροστά και πάμε από δίπλα τους σιγά σιγά, ανοίγουμε την πόρτα και του ρίχνουμε ένα κράξιμο του "μικρού" όλο δικό του!
Έμεινε κόκαλο το "τεκνό" απ΄τη ντροπή του, ο φορτηγατζής όμως ήταν γομάρι και το διασκέδαζε κι άρχισε να μας φωνάζει "που πάτε ελάτε να σας πάρω κι εσάς!"

Το τι γέλια κάναμε δεν περιγράφεται!

Η...νεκροφόρα!

Ένα βράδυ ξεκίνησα να πάω για δουλειά γύρω στις 2, δεν είχε τίποτα, άδειος ο δρόμος. Μόνο ένα αυτοκίνητο σταμάτησε αλλά ήταν για να με ρωτήσει πως πάει για τα ΚΤΕΛ. Αργότερα σταμάτησε κι ένα περιπολικό, δεν ξέρω τι σκεφτόντουσαν, μόλις είδανε τη μούρη μου έφυγαν.
Κατά τις 3μιση λοιπόν σταματάει ένας γύρω στα 40 με ένα μαύρο, μακρύ και στενό, αυτοκίνητο κατεβάζει το παράθυρο και μου λέει "γουστάρεις να σου δώσω 70 ευρώ;", "να μου κάνεις παρέα μέχρι τη Λάρισα", τον άφησα να συνεχίσει "θα κάνουμε και μια στάση να φάμε και το βραστό μας στο γυρισμό", "γρήγορα θα κάνουμε, να αφήσουμε απλά τον κύριο από πίσω..."

Εκείνη τη στιγμή δεν είχα καταλάβει, κοιτάω πίσω και τι να δω, το αυτοκίνητο ήταν μια νεκροφόρα, αλλά χωρίς σταυρούς και διακοσμήσεις, με έναν πεθαμένο μέσα στο φέρετρο.


Φτου φτου φτου είπα κι εγώ, παρέα ήθελε ο άνθρωπος αλλά που να τολμήσω βραδιάτικα κι εγώ να μπω σε μια νεκροφόρα! 

Η ομορφιά μαλακώνει τις καρδιές των ανθρώπων

Το χειμώνα, λόγω του ότι ξενυχτάω τα βράδια, κοιμάμαι τις περισσότερες φορές μέχρι τις 3 και 4 το μεσημέρι. Συχνά τυχαίνει να μου χτυπάνε το κουδούνι διάφοροι μοιράζοντας διαφημιστικά στις πολυκατοικίες.
Η Λούση ταράζεται κι αρχίζει να γαβγίζει κι εγώ πετάγομαι από το κρεβάτι να δω ποιος είναι, μες στα νεύρα.

Πριν λίγο έγινε το ίδιο, τώρα λέω όποιος κι αν είναι που χτύπησε έτσι το κουδούνι, εκτός από τα μπινελίκια που 'χει να ακούσει, μέχρι σφαλιάρα θα του ρίξω!

Περιμένω με μισόκλειστη την πόρτα, κάποιος ανεβαίνει τις σκάλες.
Κι εκεί που σκέφτομαι "Τώρα θα τα ακούσει που με ξύπνησε!"
Βλέπω ξαφνικά ένα πανέμορφο αγόρι, με υπέροχα μάτια, που μοίραζε διαφημιστικά μέσα στην γλύκα.
"Καλησπέρα σας" μου λέει και φεύγει...

Δεν είπα τίποτα.

Η ομορφιά μαλακώνει τις καρδιές των ανθρώπων

 

Ιστορικό αρχείο υπογραφών διαμαρτυρίας ΑΜΦΙ τευχ.1 1978

250 υπογραφές διάσημων προσωπικοτήτων της εποχής που δεν ντράπηκαν και δεν φοβήθηκαν να υπογράψουν ενάντια σε ένα ομοφοβικό νομοσχέδιο, που είχε ξεχαστεί να ψηφιστεί...απ΄την Χούντα, το οποίο απαγόρευε με φυλάκιση την "παρα φύσιν" ασέλγεια σε εξωτερικούς χώρους...





Σάμαλη, κόκ, τσίπς & Μπυράλ

Το αγαπημένο μου αναψυκτικό...

Όταν ήμουνα μικρούλη γύρω στα 10 χρονώ με φώναζε ο κύριος Σωτήρης που είχε καντίνα σε θερινό κινηματογράφο στο Κερατσίνι, "έλα δω Παυλάκι" μου λεγε "να σου δώσω ένα 20άρικο να κρατάς την τάβλα" κι έτσι έβγαζα από'να 20αρικάκι την ημέρα
Τα θυμάστε αλήθεια τα ασημένια εικοσάρικα;
Κάθε σάββατο και κυριακή λοιπον κρατούσα έτσι μια τάβλα στη μέση και περασμένη απ΄τον ώμο φωνάζοντας "Σάααμαλη, ΚΟΚ, Τσίιιπς Μπυραααλ"
Εγώ λοιπόν έβγαζα το χαρτζιλικάκι μου, έβλεπα όλες τις ταινίες της εβδομάδας τζάμπα και συχνά ερχόταν και ο γιος του αφεντικού, εκείνος ήταν 12 χρονω,  πηγαίναμε την ώρα της ταινίας και καθόμασταν στις τελευταίες θέσεις και πίναμε κι απο δυο μπυραλ ο καθένας. Εκείνος μου πείραζε τα μαλλιά και με χάιδευε στο λαιμό λέγοντας μου όλο "σαν κοριτσάκι μοιάζεις". Αυτή ήταν μια από τις πρώτες μου εμπειρίες γιατί ο Γιαννιός όπως τον φωνάζανε, έβρισκε αφορμές σε σκηνές που μια πρωταγωνίστρια τύχαινε κι εμφανιζόταν γυμνή να βγάζει έξω το πουλάκι του και να μου λέει σκανταλιάρικα "έλα να τις μετρήσουμε βρε "

Χάρισε (ένα ποίημα από τη συλλογή Σαλτάρισμα)

Αν κάποια νύχτα η αξιοπρέπεια σου

δηλητηριάζεται από τα πρέπει

και οι αισθήσεις σε οδηγούν

σε κύματα ερωτικά

κοίτα τα μάτια που ποθείς

και τότε χάρισε στο διάβολο

λίγη από τη φθορά σου

Αυτός θα καταλάβει

Αποχαιρετισμός

Είχα να μπω σε ορθόδοξη εκκλησία χρόνια, παρόλο που το τελετουργικό που κάνουν οι παπάδες μου αρέσει αισθητικά όχι..πνευματικά!

Έλεγε λοιπόν ο ιερέας τις ψαλμωδίες του για να αποχαιρετήσει τον νεκρό που κηδεύαμε, ο κόσμος που ήταν εκεί άναβε κερί κι έκανε το σταυρό του, εγώ απλώς κάθησα σε μια γωνιά με ευσέβεια για αυτόν που έφυγε από την ζωή, όχι δεν έκανα σταυρό, δεν προσκύνησα εικόνα, δεν άναψα κερί, δεν ένιωσα αυτήν την ανάγκη που είδα να νιώθουν οι άλλοι γύρω μου...

Σκέφτηκα τα πόσα έχω τραβήξει στην ζωή μου, εξαιτίας αυτής τις θρησκείας και στεναχωρήθηκα, περισσότερο γιατί κι εκείνος που αποχαιρετούσαμε τα ίδια τράβηξε..!

Ένα ποτήρι γλυκό κρασί θα ήθελα να ρίξω μέσα στον τάφο πριν τον σκεπάσουν, έτσι απλά να νιώσω ότι κάνω και εγώ κάτι, αφού δεν μπόρεσα να κάνω σταυρούς,
είπα απλά ένα καλό σου ταξίδι και τίποτα άλλο.

Ο υπερήφανος Σάελ!


Κάτσαμε για λίγο, με τον Μανώλη, στην Ομόνοια να πιούμε έναν ελληνικό, παρέα και η Λούση, ξαφνικά ένα μικρό ξενάκι, παιδάκι, σκέτο αγγελούδι, που πούλαγε χαρτομάντιλα, κοντοστάθηκε δίπλα μας. Πήρε με μια  τρυφερότητα την Λούση αγκαλιά, "πως σε λένε βρε" του λέω "Σάαελ" μου απαντά, "από που είσαι βρε μικρούλη εσύ;", "από το Αφγανιστάν" μου λέει, καθώς χάιδευε τη σκυλίτσα του λέω κι εγώ "κάτσε βρε να σε βγάλω μια φωτογραφία!", αμέσως στάθηκε, χαμογέλασε γλυκά στην κάμερα, ρίχνοντας τα χαρτομάντιλα όλα μες στη πορτοκαλί σακούλα...
"Μα πως μιλάς έτσι καλά ελληνικά;" το ρώτησε ο Μανώλης "δύο χρόνια είμαι εδώ" του απαντάει.
"Βγάζεις καθόλου χαρτζιλίκι βρε;", "όχι" μου έδειξε, κάνοντας έναν αδιάφορο μορφασμό.
Τον ευχαρίστησα για τη στιγμή, μα αμέσως πέταξε σαν πουλάκι υπερήφανα κι εξαφανίστηκε για να μην προλάβω να αγοράσω χαρτομάντιλα.
Κόντεψε να με πάρουνε τα κλάματα με την υπερηφάνεια αυτού του παιδιού από το μακρινό Αφγανιστάν. "Καυτηριάστηκε το είναι μου!" είπε ο Μανώλης που φαίνεται είχε να συγκινηθεί καιρό.

"Πεινάω σαν πούστης!"

Ένα βράδυ που ταξίδευα στην εθνική οδό, σταμάτησα σε μια καντίνα να πάρω ένα τσαγάκι.
Καθώς περίμενα, σταματάει ένας φορτηγατζής και λέει στο καντινιέρη "ρε μάστορα πιάσε μια μπύρα, και φτιάξε μου και ένα σάντουιτς, γιατί πεινάω σαν μπούστης!"
Γυρνάω κι εγώ χαριτωμένα και του λέω "καλέ γιατί δηλαδή πως πεινάνε οι πούστηδες;" , γυρνάει κι αυτός και με κοιτάζει καλά καλά και μου λέει "...με Πάθος!"

Συναντήσεις με τη Σαπφώ Νοταρά

Ήμουνα γύρω στα 17 και μόλις είχα πρωτοξεκινήσει στη Συγγρού. Τρελοτραβεστούλα με όλο το θράσος της ηλικίας μου,  όλα τα προβλήματα μου φαίνονταν ασήμαντα. Ο κόσμος των τρανς ήτανε πολύ μικρός τότε, πιάτσα, αστυνομία και τσόλια, ούτε η λέξη τραβεστί δεν ήτανε γνωστή, "φούστα-μπλούζα" λέγαμε ή "ντύθηκε".
Έμενα σε ένα στενάκι κοντά στο Φιξ, πω πω αγόρια που πέρασαν από το σπίτι!

Εκεί κοντά λοιπόν σε μια γραφική ταβέρνα "ο Γέρος του Μοριά", έβλεπα την Σαπφώ, έτρωγε συνήθως μόνη της, καθότανε λίγο και μετά έφευγε. Οι τρανς περνούσαμε και την χαιρετούσαμε "τι κάνετε κυρία Νοταρά μας, πως είσαστε;" κι εκείνη πάντα χαμογελούσε.
Μια φορά στεκόμουν στην ουρά σε μια τράπεζα, μπροστά μου βρισκόταν εκείνη, μου έκανε εντύπωση που κανείς δεν της είπε να περάσει μπροστά για να μην περιμένει όρθια, μεγάλη γυναίκα ήτανε, περιπαιχτικά της λέω "μα που σας ξέρω, που σας ξέρω;" και γυρνάει και μου κάνει με τον πιο φυσικό τρόπο "είμαι ηθοποιός", σαν να μην ήξερε ούτε η ίδια πως ήτανε διάσημη, "άαα η γουρλού" της λέω κι εγώ "μμμ όλα τα ξέρεις πονηρό μου" αποκρίθηκε κι εκείνη.

Μετά από χρόνια είχα ένα φίλο τον Αντωνάκη, χαριτωμένο κουλτουριάρικο πουστράκι, είχαμε γνωριστεί στο ΑΚΟΕ, εκεί στην οδό Ζαλόγγου στα Εξάρχεια. Δίπλα από το ΑΚΟΕ ήταν ένα καφενεδάκι, εκεί μια μέρα τον συνάντησα μαζί με την Σαπφώ, που ήτανε φίλοι και με προσκάλεσαν να καθίσω μαζί τους "έλα να πιούμε ένα τσαγάκι". Ο Αντωνάκης έφυγε ξαφνικά, πολύ μικρός, απ΄τη ζωή.
Αργότερα την πετύχαινα τα πρωινά, κατά τις 4 εκεί στο γαλατάδικο στην Ομόνοια και Αθηνάς γωνία, να τρώει μέλι με γιαούρτι. "Πήγαινε με μέχρι σπίτι μου" μου έλεγε και την συνόδευα μέχρι την πλατεία Κουμουνδούρου γιατί φοβόταν μόνη της. Με καληνυχτούσε πάντα με συμπάθεια "να προσέχεις" μου'λεγε "εσείς η ανωμαλία έχετε εχθρούς".
Μια φορά, μαζί με τον φίλο μου τον Αλέξη Μπίστικα και τον Ανδρέα Βελισσαρόπουλο, είχαμε πάει τον Τσαρούχη για φαγητό, κάπου στα Εξάρχεια,, εκεί τον ρώτησα για την Νοταρά που δεν τον χώνευε "της είχα τάξει γάμο" μου είπε "γιαυτό!"

Η ΜΠΑΜΠETA ΕΙΣ ΤΟ ΖΆΠΠΕΙΟΝ

Θα σας πω μια ιστορία για την Μπαμπέτα του Ζαππείου.

Από τα 16 μου πήγαινα στο Ζάππειο, πάντα κατά τις 9 το βράδυ, τότε δεν είχα κατέβει ακόμα Συγγρού, από εκεί όμως ξεκίνησαν όλα. Το Ζάππειο κυρίως το καλοκαιράκι ήτανε απόλαυση, έπαιζε η ορχήστρα τις Αίγλης, εμφανιζόντουσαν ηθοποιοί, τραγουδιστές, ταχτικά και η Ζωζώ Σαπουντζάκη, γινόταν τζερτζελές από τον κόσμο, όλο το πουστομάζομα της Αθήνας εκεί, αδελφές κουνιστές κι ακούνιστες και τεκνά όλων τον ειδών. Τα παγκάκια στο Ζάππειο φίσκα από αδελφές και τσόλια που κατέβαιναν από όλες τις συνοικίες της Αθήνας, χώρια οι αθλητές από τον πανελλήνιο και οι φαντάροι της προεδρικής φρουράς.

Εγώ είχα νοικιάσει μια υπόγεια γκαρσονιέρα εκεί στην οδό Θαλού απέναντι από τις στήλες Ολυμπίου Διός στην Πλάκα, άλλη ιστορία όμως αυτή, λοιπόν η Μπαμπέτα ήτανε μια 60άρα Εβραία αδελφή, που ήτανε θυρωρός κάπου σε μια πολυκατοικία στο Παγκράτι, φτωχούλα παρόλο που μεγάλωσε σε καλή οικογένεια, με τα γαλλικά της, ήταν ο μοναδικός άνθρωπος από την οικογένειά της που τη γλίτωσε απ'τα στρατόπεδα του Άουσβιτς. Λοιπόν στην Μπαμπέτα αρέσανε τα τεκνάκια, αλλά που λεφτά; "Πόσα δίνεις;" της έλεγαν τα τσόλια που σύχναζαν στην κάτω μεριά, την σκοτεινή του Ζαππείου. Η Μπαμπέτα τι έκανε; Πήγαινε στην Ερμού την μέρα και μάζευε ό,τι ακριβά κουτιά έβρισκε ρούχων και παπουτσιών, από διάφορα καλά καταστήματα, έβαζε μέσα κάτι παλιοπαντέλονα και άχρηστα παπούτσια και τα βράδια που ήθελε τεκνάκι πήγαινε σαν κυρία που μόλις είχε ψωνίσει και κόλλαγε στα τσολιά που της ζήταγαν λεφτά. Του έλεγε του τσολιού πως θα του δόσει ό,τι ήθελε και πηγαίνανε...
Πάντα κρατούσε εκείνες τις ωραίες τις τσάντες με αυτά που τάχα είχε ψωνίσει, "τα πήρα δώρα για τα ανίψια μου" έλεγε στα τσολάκια. Ύστερα κανόνιζε να πηγαίνει κάπου στο πάρκο που είχε μια βρύση, αφού έκανε ό,τι έκανε με το τσόλι, του έλεγε μετά "για φύλαξε μου λίγο τα ψώνια να πάω να πληθώ" και φυσικά το τσόλι μόλις τάχα πήγαινε να πληθεί η Μπαμπέτα βούταγε τις τσάντες και δρόμο. Έτσι λοιπόν η Μπαμπέτα γλίτωνε τα λεφτά, αλλά και το τσόλι δε μπορούσε μετά να πει τίποτα αφού τάχα την είχε κλέψει!

Η νύχτα μερικές φορές ενώνει τους ανθρώπους

Μια φωτογραφία που έβγαλα βράδυ μετά τις 2, στο μπαρ του βενζινάδικου, ανάμεσα σε λεωφόρο Καβάλας και Ιερά Οδό.
Τα νυχτοκάματα δύσκολα πια.
Έξω βρέχει, 
άνθρωποι που δουλεύουν τη νύχτα κάνουν μια στάση για ένα ποτό, κάτι να φάνε, κάνα ζεστό τσάι.

Trans, ταξιτζήδες, σκουπιδιάρηδες και άνθρωποι που ξενυχτάνε για την επιβίωση.
Η νύχτα μερικές φορές ενώνει τους ανθρώπους

Tο "βυθισμένο" άγνωστο εκκλησάκι


Δίπλα σε αυτό το ξεχασμένο και χορταριασμένο, παλιό εκκλησάκι, πηγαίνω καμιά φορά το βράδυ όταν είμαι με κάποιο αγόρι κι έχω έρωτες.
Είναι κρυμμένο σε ένα στενό κοντά στα ΚΤΕΛ, δεν έχει δρόμο να σε βγάλει, μόνο εκείνοι που δουλεύουνε τριγύρω θα το έχουν δει.
Το λυπάμαι έτσι που το 'χουν εγκαταλελειμμένο, είναι πολύ όμορφα χτισμένο.
Το λυπάμαι όχι από θρησκευτική ευλάβεια, αλλά γιατί κάποτε αυτό το όμορφο εκκλησάκι, ήτανε αποκούμπι για κάποιους ανθρώπους, εδώ συλλογιστήκανε, εδώ παρακαλέσανε για κάποιον δικό τους, εδώ κλάψανε, εδώ προσπάθησαν να έρθουν σε επαφή με την πίστη τους.
Αν ήταν ένα μεγάλο δεν θα το λυπόμουν, αλλά αυτό το ταπεινό εκκλησάκι που δεν ξέρω σε ποιον Άγιο ή Αγία είναι αφιερωμένο, με στεναχωρεί που το βλέπω έτσι ερηπωμένο.
Αλλά και πάλι έχει μια ζεστασιά, αφού τα αδέσποτα σκυλάκια το χουνε βρεί σαν καταφύγιο.

Ένα απόγευμα με τον Νικόλα Άσιμο

Ένα απόγευμα ακούω φωνές και καυγάδες, έμενα τότε στην οδό Νοταρά 10 στα Εξάρχεια,  ανοίγω το παράθυρο μου (έμενα σε ισόγειο δυάρι τότες) και βλέπω τον Άσιμο να τσακώνεται με ένα περιπολικό, ο αστυνομικός "εμβρόντητος" άκουγε τις φωνές του Νικόλα που μέσα στα άλλα του λεγε κι αυτό: "άκου να σου πω βρε, εσύ φοράς μια γραβάτα και κάνεις τον κύριο, εεε εγώ λοιπόν φοράω δέκα γραβάτες κι είμαι 10 φορές πιο κύριος από σένα!"

Tο αγόρι που πάντα κάτι ξέχναγε


Κοιτώντας τις παλιές φωτογραφίες τον είδα.
Εγώ τότε θα 'μουνα στα 26 κι αυτός στα 22, ο Μάριος από τον Πύργο, αλητάκι, αλλά με την ηθική του! Συχνά πηγαινοερχόταν Αθήνα-Πύργο, για να βλέπει τον πατέρα του που ήτανε στην φυλακή (για καλλιέργεια χασίς).

Μην νομίζετε όμως, ήταν μια πολύ καλή οικογένεια, αλλά στον Πύργο γίνονται αυτά. Ο θείος του είχε ένα κωλόμπαρο με γυναίκες, ο Μάριος λοιπόν ερχότανε και μέσα από τα σχετικά "γραφεία" τις μετέφερε στον Πύργο συνοδεία, έκανε και λίγο νταλαβέρι χασισάκι, έτσι για το χαρτζιλίκι, όχι τίποτα παραπάνω.
Τον είχα γνωρίσει ένα βράδυ στην οδό Αθηνάς, τότε πήγαινα εκεί της νύχτες, σκέτη απόλαυση αυτό τ'αγόρι. Από την πρώτη φορά όμως ξέχασε στο σπίτι μου την άδεια οδήγησης, αν και δεν είχε αυτοκίνητο, το 'κανε για να βρεί την ευκαιρία να ξανάρθει "Πάολα ξέχασα την άδεια μου, να περάσω σε δυό μέρες που θα ανέβω Αθήνα να την πάρω;".
Τον είχα ερωτευτεί λιγάκι, αλλά ποτέ δεν του το 'δειξα, πού καιρό για έρωτες εγώ, με τόσα αγόρια γύρω μου κιόλας.
Συνέχισα να τον βλέπω κάπου δυο χρόνια, όποτε ανέβαινε για το γνωστό δρομολόγιο. Ήταν ερωτικός, τρυφερός κι αρσενικός, όλα τα καλά τα είχε και πάντα κάτι ξέχναγε στο σπίτι μου, για να γυρίσει δήθεν να το πάρει!

Ένα πρωί, που έφευγε για τον Πύργο, με φίλησε στο μάγουλο και μου έπιασε το χέρι, με κοίταξε καλά καλά, μόλις έκλεισε η πόρτα, κοίταξα στο σαλόνι, δεν είχε ξεχάσει τίποτα, στέγνωσε το στόμα μου, κατάλαβα ότι δεν θα τον ξαναδώ και δεν τον ξανάδα ποτέ από τότε.

Καλέ γιατί κλαίς;

Πριν λίγες μέρες βρισκόμουνα κατά τις 2 το βράδυ στην παραλία του Ασπροπύργου, εκεί κοντά είναι το στρατόπεδο αλεξιπτωτιστών (όχι δεν πήγα για φαντάρους) όπως καθόμουν μέσα στο αυτοκίνητο κι έπινα ένα τσιγάρο, μπήκε καπνός στο μάτι μου και με τσουξε με αποτέλεσμα να δακρύσω, ξαφνικά μου χτυπάει το τζάμι ένας φαντάρος, δεν τον είχα προσέξει όπως ερχότανε
"καλέ γιατί κλαίς;" μου λέει (ήτανε και όμορφος)
τότε θυμήθηκα την ατάκα τις Μελίνας στην Στέλλα, που είπε στον Κακαβά όταν την ρώτησε το ίδιο
"κλαίω για όλα τα όμορφα αγόρια σαν και σένα!" του είπα.

Το τηλεφώνημα της Μελίνας


Ήταν ένα πρωινό, γύρω στις 9, βρισκόμουν στο σπίτι με ένα αγόρι. Χτυπάει λοιπόν το τηλέφωνο, τότε δεν υπήρχανε τα κινητά, εγώ έκανα κάτι δουλειές εκείνη την ώρα και λέω στο τεκνό να το σηκώσει, "Πάολα μια κυρία σε θέλει" μου λέει το τεκνάκι "βρε του λέω ποια είνα;" και το τεκνάκι μένει αποσβολωμένο λέγοντας μου "η...η Μελίναα  Μερκούρη", "αχ καλέ..φιλενάδα μου είναι!" του λέω κάνοντας φιγούρα κι εγώ...
που να το διανοηθεί το αγόρι ότι σε μια trans θα της τηλεφωνούσε ποτέ ολόκληρη Mερκούρη!

Μου είχε τηλεφωνήσει, γιατί την προηγούμενη ημέρα την είχαμε επισκεφτεί εγώ κι ο Αλέξης Μπίστικας για την υπόθεση του Χρήστου Ρούσσου και ήθελε να με βεβαιώσει πως θα κάνει ό,τι περνάει απ΄το χέρι της
"παρόλο που με λένε...ελευθεριάζουσα, εγώ θα κάνω ό,τι μπορώ" μου είπε...
 
Αξέχαστη Mελίνα!

Αθανασία


Σκέφτηκα να έρθω να σε πάρω να πάμε στα ύδατα
εκεί που έλουσαν τον Αχιλλέα να είναι αθάνατος
να μας αγκαλιάσουν και μας εκεί στην Στύγα
άλλα μετά συλλογίστηκα
τι να την κάνουμε την αθανασία
μέσα στα χαλάσματα.

Tο προσκυνητάρι


Τα βράδια σε ένα σημείο που κάθομαι στην λεωφόρο Αθηνών (Καβάλας), πριν στρίψουμε για να βγούμε στα ΚΤΕΛ υπάρχει ένα προσκυνητάρι, κάποιες νύχτες γύρω στην 1 το βράδυ, έβλεπα έναν παππού, ερχότανε με ένα ποδήλατο, το έπλενε, το τακτοποιούσε, άναβε το καντηλάκι του και καθόταν μετά για λίγο, αμίλητος, όρθιος και προσευχότανε...

Μου έκανε εντύπωση αυτό, σκεφτόμουνα, πια πρόσωπα σκέφτεται, τι λέει από μέσα του σιωπηλά, σε ποιον δικό του συγγενή είναι αφιερωμένο;
Τον σεβόμουν βλέποντας όλη αυτήν την ιεροτελεστία, μεγάλος ήτανε γύρω στα 70, με δυσκολία οδηγούσε το ποδήλατο να πάει μετά στο σπίτι του.

Εδώ και ένα μήνα, δεν βλέπω τον παππού να κάνει την συνηθισμένη του περιποίηση στο προσκυνητάρι, δεν πιστεύω, αλλά βλέποντας το έτσι σβηστό πλέον εχτές με έπιασε μια στεναχώρια, για τον παππού, και για το προσκυνητάρι που μένει χωρίς φλόγα το καντήλι του.

Η βρύση

Eκεί τα βράδια που πηγαίνω έχει μια βρυσούλα. Έσταζε. Τα γατάκια και τα σκυλάκια την ξέρανε. Και τα έβλεπα που πηγαίνανε τα βράδια και ξεδιψούσανε σε ένα λιμνάκι που μαζευόντουσαν οι σταγόνες. Και μερικοί άνθρωποι την ήξεραν. Όπως και εγώ. Και πηγαίναμε αν θέλαμε νεράκι. Το γλαστράκι από κάτω πάντα είχε κάποιο λουλουδάκι, και κάτι άλλα που υπήρχαν γύρο.
Σήμερα την είδα κλειστή, σφραγισμένη ,και το λουλουδάκι στην γλαστρούλα ξεραμένο
Ένιωσα σαν να ξεράθηκα και εγώ μαζί με το λουλούδι.