Ήμουνα γύρω στα 17 και μόλις είχα πρωτοξεκινήσει στη Συγγρού. Τρελοτραβεστούλα με όλο το θράσος της ηλικίας μου, όλα τα προβλήματα μου φαίνονταν ασήμαντα. Ο κόσμος των τρανς ήτανε πολύ μικρός τότε, πιάτσα, αστυνομία και τσόλια, ούτε η λέξη τραβεστί δεν ήτανε γνωστή, "φούστα-μπλούζα" λέγαμε ή "ντύθηκε".
Έμενα σε ένα στενάκι κοντά στο Φιξ, πω πω αγόρια που πέρασαν από το σπίτι!
Εκεί κοντά λοιπόν σε μια γραφική ταβέρνα "ο Γέρος του Μοριά", έβλεπα την Σαπφώ, έτρωγε συνήθως μόνη της, καθότανε λίγο και μετά έφευγε. Οι τρανς περνούσαμε και την χαιρετούσαμε "τι κάνετε κυρία Νοταρά μας, πως είσαστε;" κι εκείνη πάντα χαμογελούσε.
Μια φορά στεκόμουν στην ουρά σε μια τράπεζα, μπροστά μου βρισκόταν εκείνη, μου έκανε εντύπωση που κανείς δεν της είπε να περάσει μπροστά για να μην περιμένει όρθια, μεγάλη γυναίκα ήτανε, περιπαιχτικά της λέω "μα που σας ξέρω, που σας ξέρω;" και γυρνάει και μου κάνει με τον πιο φυσικό τρόπο "είμαι ηθοποιός", σαν να μην ήξερε ούτε η ίδια πως ήτανε διάσημη, "άαα η γουρλού" της λέω κι εγώ "μμμ όλα τα ξέρεις πονηρό μου" αποκρίθηκε κι εκείνη.
Μετά από χρόνια είχα ένα φίλο τον Αντωνάκη, χαριτωμένο κουλτουριάρικο πουστράκι, είχαμε γνωριστεί στο ΑΚΟΕ, εκεί στην οδό Ζαλόγγου στα Εξάρχεια. Δίπλα από το ΑΚΟΕ ήταν ένα καφενεδάκι, εκεί μια μέρα τον συνάντησα μαζί με την Σαπφώ, που ήτανε φίλοι και με προσκάλεσαν να καθίσω μαζί τους "έλα να πιούμε ένα τσαγάκι". Ο Αντωνάκης έφυγε ξαφνικά, πολύ μικρός, απ΄τη ζωή.
Αργότερα την πετύχαινα τα πρωινά, κατά τις 4 εκεί στο γαλατάδικο στην Ομόνοια και Αθηνάς γωνία, να τρώει μέλι με γιαούρτι. "Πήγαινε με μέχρι σπίτι μου" μου έλεγε και την συνόδευα μέχρι την πλατεία Κουμουνδούρου γιατί φοβόταν μόνη της. Με καληνυχτούσε πάντα με συμπάθεια "να προσέχεις" μου'λεγε "εσείς η ανωμαλία έχετε εχθρούς".
Μια φορά, μαζί με τον φίλο μου τον Αλέξη Μπίστικα και τον Ανδρέα Βελισσαρόπουλο, είχαμε πάει τον Τσαρούχη για φαγητό, κάπου στα Εξάρχεια,, εκεί τον ρώτησα για την Νοταρά που δεν τον χώνευε "της είχα τάξει γάμο" μου είπε "γιαυτό!"